Λ.Ε.Α.Δ.Ι.

Κώδικας Δεοντολογίας

                                                       Κώδικας Δεοντολογίας

Άρθρο 1

Ό Δικηγόρος είναι άμισθος Δημόσιος Λειτουργός και ένας από τους τρεις παράγοντες της απονομής της Δικαιοσύνης (Δικαστές, Δικηγόροι, Δικαστικοί Υπάλληλου). Αποστολή και προορισμός του είναι να συμβάλλει με την συμμετοχή του στη λειτουργία της Δικαιοσύνης και την άσκηση του Λειτουργήματος του στην ορθή απονομή του Δικαίου.

Άρθρο 2

Ό Δικηγόρος αγωνίζεται για την ύπαρξη και την κατοχύρωση όλων των προϋποθέσεων της Λειτουργίας του Κράτους Δικαίου και ειδικότερα:

α) Υπερασπίζεται με θάρρος και αυταπάρνηση το Σύνταγμα και τούς Δημοκρατικούς θεσμούς, τ’ ατομικά, πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα των πολιτών.

β) Αγωνίζεται με όλες του τις δυνάμεις εναντίον οποιασδήποτε μορφής τυραννίας, παραβιάσεως των συνταγματικών ελευθεριών του λαού, παρανομίας της Διοικήσεως και αυταρχικής εξουσίας

γ) Είναι υπέρμαχος της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας και της Κοινωνικής Δικαιοσύνης, υπερασπιστής των αδικούμενων, και των καταπιεζομένων. δ) Υπερασπίζεται την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, εναντίον οποιασδήποτε  μορφής επεμβάσεως της εκτελεστικής εξουσίας και οποιουδήποτε άλλου παράγοντα.

Άρθρο 3

      α) Ό Δικηγόρος δεν περιορίζεται μόνον ατά στενά επαγγελματικά του συμφέροντα. Ενδιαφέρεται για τα γενικότερα προβλήματα της Χώρας, προσφέρει τις γνώσεις του και τις υπηρεσίες του για την πρόοδο της και ασκεί το Λειτούργημα του, κατά τρόπο ώστε να είναι χρήσιμος και στ’ άτομα και στο Κοινωνικό Σύνολο.

   β) Επίσης ενδιαφέρεται για την βελτίωση των συνθηκών ασκήσεως του λειτουργήματος και της λειτουργίας και της απονομής της Δικαιοσύνης και μετέχει ενεργώς στις προσπάθειες του Δικηγορικού Συλλόγου στον όποιον ανήκει και ολοκλήρου του Δικηγορικού Σώματος για την επίτευξη των σκοπών αυτών. 

 

Β. ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ

Άρθρο 4

Τα δικαιώματα του Δικηγόρου ορίζονται στα άρθρα 38 έως 61 του Κώδικα Δικηγόρων και σε άλλους ειδικούς νόμους. Είναι δε τ’ ακόλουθα:

1). Ν’ αντιπροσωπεύει και να υπερασπίζεται σε όλα τα Δικαστήρια και σ’ όλες τις Αρχές τη ζωή, την τιμή, την ελευθερία και την περιουσία του εντολέα ,του και να παρέχει σ’ αυτόν νομικές συμβουλές για τη ρύθμιση των έννομων σχέσεων του (αρθρ. 39 παρ. 1 Κ.Δ.).

2) Να γνωμοδοτεί για νομικά ζητήματα επί των όποιων ζητείται ή γνώμη του. (“Άρθρο 51 Κ.Δ.).

 3) Να παρίσταται κατά την υπογραφή των Συμβολαίων πού προβλέπει το όρθρο 42 του Κ.Δ.

4) Να εισέρχεται στα Υπουργεία και σ’ όλα τα Δημόσια καταστήματα επιδεικνύοντας το δελτίο της δικηγορικής του ταυτότητας καθ’ όλες τις εργάσιμες ήμερες και σε ώρες πού δεν επιτρέπεται ή είσοδος ατό κοινό για την έρευνα και παρακολούθηση των υποθέσεων των εντολέων του.

5)  Να εκδίδει απ’ όλα τα έγγραφα πού έχει στα χέρια του, επικυρωθώ’ απ’ αυτόν αντίγραφα, τα όποια γίνονται υποχρεωτικώς δεκτά από τα Δικαστήρια, και τις Αρχές (αρθρ. 52 Κ.Δ.).

6)  Να μεταφράζει έγγραφα πού έχουν συνταθεί σε ξένες γλώσσες. Οι μεταφράσεις αυτές λαμβάνονται υποχρεωτικώς υπόψη από τα Δικαστήρια και τις Διοικητικές Αρχές, εφ’ όσον συνοδεύονται και από το πρωτότυπο (αρθρ. 53 Κ.Δ.).

 

7) Ό Δικηγόρος έχει το δικαίωμα ν’ ασκεί το λειτούργημα του στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου όπου είναι διορισμένος και κατ’ εξαίρεση στις περιφέρειες άλλων Πρωτοδικείων με τις προϋποθέσεις των αρθ. 54 και 55 του Κ.Δ. Σε ποινικές όμως υποθέσεις μπορεί να παρίσταται στα ποινικά Δικαστήρια και άλλων περιφερειών, μέ,τήν προϋπόθεση ότι τούτο δεν γίνεται συστηματικά και δεν παίρνει την μορφή επαγγελματικής εγκαταστάσεως στην περιφέρεια άλλου Δικαστηρίου ή της καταστρατηγήσεως των διατάξεων του Κώδικα Δικηγόρων για τις μεταθέσεις των Δικηγόρων (αρθρ. 56 Κ.Δ.). Σε κάθε όμως περίπτωση παραστάσεως του ή ενεργείας του ΟΕ περιφέρεια άλλου Δικηγορικού Συλλόγου, οφείλει να τηρεί τις αποφάσεις του τοπικοί Δικηγορικού Συλλόγου, να σέβεται το Διοικητικό Συμβούλιο και γενικά να επιδεικνύει συναδελφική συμπεριφορά.

8) Ό Δικηγόρος δικαιούται για τις νομικές συμβουλές και για τις δικαστικές και Εξώδικες υπηρεσίες του να λά6ει αμοιβή είτε με βάσει τη συμφωνία πού έχει με τον εντολέα του είτε με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων και τις σχετικές αποφάσεις του Δικηγορικού Συλλόγου.

Δεν επιτρέπεται να παίρνει αμοιβή μικρότερη από τα κατώτατα όρια πού προβλέπει ό Κώδικας Δικηγόρων ή ορίζονται με αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου.

Παραίτηση του Δικηγόρου από την αμοιβή του ή περιορισμός της κάτω από τα όρια αυτά είναι άκυρη.

Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται ή δωρεάν ή με μικρότερη από τα κατώτερα όρια αμοιβή παροχή υπηρεσιών προς άλλο Δικηγόρο, ή προς συγγενή μέχρι και τρίτου βαθμού ή σε αποδεδειγμένως άπορους διαδίκους.

 

Π ΓΕΝΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ

Άρθρο 5

Ό Δικηγόρος υποχρεούται ν’ ασκεί το Λειτούργημα του με οδηγό τη συνείδηση του και το νόμο, να είναι αξιοπρεπής στην άσκηση του Λειτουργήματος του, και στην ιδιωτική ζωή και να συμπεριφέρεται σύμφωνα με τις παραδόσεις του Δικηγορικού Σώματος.

Άρθρο 6

Ό Δικηγόρος υποχρεούται ν’ αναλάβει κάθε υπόθεση πού του αναθέτουν, εφ’ όσον υπάρχει τρόπος υπερασπίσεως της.

“Έχει όμως το δικαίωμα ν’ αρνηθεί την υπεράσπιση υποθέσεως:

α) αν κατά την γνώμη του είναι παράνομη ή προφανώς άδικη. ‘

      β) αν με τα στοιχεία πού του παρέχει ό πελάτης είναι εκ των προτέρων βέβαιη ή απώλεια τής δίκης.

      γ) αν στρέφεται κατά συγγενικού του προσώπου (μέχρι τρίτου βαθμού) ή πολύ φιλικού του προσώπου.

      δ) αν σε παρόμοια υπόθεση πού χειρίστηκε πριν απ’ αυτήν είχε υποστηρίζει προφορικώς ή εγγράφως αντίθετες απόψεις, οι όποιες έγιναν δεκτές με αμετάκλητες αποφάσεις Δικαστηρίων ή Διοικητικών Άρχων,

ε) αν για την υπεράσπιση τής υποθέσεως πρόκειται να έλθει σ’ αντίθεση με δημοσιευμένες γνώμες, θεωρίες, ερμηνείες ή απόψεις του για το ίδιο νομικό ζήτημα.

     στ) αν δεν έχει αρκετό χρόνο για την καλή προετοιμασία και υπεράσπιση τής  υποθέσεως.

Άρθρο 7

Ό Δικηγόρος οφείλει:

α) Να συμβάλλει στην επικράτηση ιός αλήθειας και του Δικαίου.

β) Να καταβάλλει προσπάθεια για συμβιβαστική επίλυση των διαφορών.

γ) Να υπερασπίζεται τις υποθέσεις πού αναλαμβάνει με ευθύτητα, ευσυνειδησία, επιμέλεια και ευπρέπεια.

      δ)Να μην παραμελεί την εκτέλεση τής εντολής την κανονική και έγκαιρη διεξαγωγή τής υπό. σεις πού του έχει ανατεθεί.
       στΝα μην παρελκύει τις δίκες.

Άρθρο 8

Επίσης οφείλει:

α) Να τηρεί την προσήκουσα ευπρέπεια και μετριότητα εκφράσεως τόσο στις προφορικές όσο και στις γραπτές δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες, όχι μόνον απέναντι του αντιδίκου συναδέλφου, άλλα και των αντιδίκων, διαδίκων, των μαρτύρων και όλων των παραγόντων τής δίκης, τής διαιτησίας, του συμβίασου και κάθε άλλης διαδικασίας, μέσα και έξω από τα Δικαστήρια ή γραφεία κ.λπ.

β) Να μην υποβάλλει αβάσιμες και ασύστατες ενστάσεις, ούτε να επικαλείται πράγματα πού αντιβαίνουν στη συνείδηση του;

γ) Να μην υποβάλλει αιφνιδιαστικά ενστάσεις και άλλους ισχυρισμούς, αλλά έγκαιρα, γιά νά παρέχεται ό χρόνος στον αντίδικο νά τούς αντικρούσει.

δ) Νά μήν παρεμβάλλει άκαιρα ή κακόβουλα σέ παραπομπή ή προσθήκη ενστάσεως ή ισχυρισμούς καί μάλιστα τήν τελευταία στιγμή, ώστε νά μήν έχει ό αντίδικος τήν δυνατότητα νά τούς αντικρούσει.

ε) Νά μήν προβάλλει κακόβουλα ή αιφνιδιαστικά ένσταση ελλείψεως πληρεξουσιότητας κατά συναδέλφου του. Σέ κάθε περίπτωση ασκήσεως ενστάσεως πληρεξουσιότητας οφείλει νά ειδοποιεί έγκαιρα τό συνάδελφο του.

στ) Ν’ αποφεύγει κάθε στρεψοδικία καί κακόπιστες ενέργειες καί νά έχει πάντοτε ύπ’ όψη του τήν περιφρούρηση τοϋ κύρους τοϋ Δικηγορικού Λειτουργήματος.

Άρθρο 9

Είναι ασυμβίβαστα μέ τό Δικηγορικό λειτούργημα τά έργα τοϋ δημοσίου ή ιδιωτικού υπαλλήλου ή υπαλ­λήλου Ν.Π.Δ.Δ. (πλήν τών περιπτώσεων πού προβλέπουν τα άρθρα 62 καί 63 τοϋ Κ.Δ.). ‘ Επίσης ή άσκηση άλλης επιστήμης ή τέχνης ή έμπο­ρίου, μεσιτείας καί γενικά υπηρεσίας πού δέν έχει σχέσει μέ τήν άσκηση τοΰ Λειτουργήματος καί δέν συμβιβάζεται μέ την ανεξαρτησία καί τήν αξιοπρέπεια του.

Άρθρο 10

 

Απαγορεύεται ή διαφήμιση τοΰ Δικηγόρου στις εφημερίδες ή σέ άλλα μέσα μαζικής ενημερώσεως, ή μέ επιστολές, εγκυκλίους, ή επισκεπτήρια καί κάθε εί­δους έντυπα. Στά επισκεπτήρια-τά επιστολόχαρτα καί στους φακέλλους τών δικογραφιών, επιτρέπεται μόνον ή αναγραφή τοϋ ονόματος του, τής διευθύνσεως του καί τοϋ δικαστηρίου όπου όσκεϊ τό λειτούργημα του.

Ή ανάρτηση πινακίδας μέ τό όνομα του καί τίς λέξεις «Δικηγορικό Γραφείο» επιτρέπεται μόνον στήν είσοδο τοϋ κτιρίου καί στή θύρα τοϋ Γραφείου του.

Άρθρο 11

 Απαγορεύεται στο Δικηγόρο:

     α)   Ή άγρα πελατών είτε άπ’ ευθείας, είτε με μεσάζοντες.

     β) Νά επισκέπτεται σε αστυνομικά κρατητήρια και στις φυλακές πρόσωπα πού δέν τόν προσκάλεσαν.

     γ) Νά δημοσιεύει στις εφημερίδες ή στα περιοδικά κλπ. ότι αναλαμβάνει Δικαστικές ή Διοικητικές υποθέσεις ή ότι παρέχει νομικές συμβουλές

δ) Νά υπογράφει δικόγραφα, γνωμοδοτήσεις ή άλλα έγγραφα, πού δέν έχουν συνταχθεί άπ’ αυτόν ούτε συνεργάστηκε γιά τή σύνταξη τους μέ άλλο Δικηγόρο.

ε)    Νά παρίσταται στά Δικαστήρια ή σέ Διοικητικές Αρχές χωρίς εντολή του πελάτη του.

   στ) Να δίνει συμβουλές ή να υπερασπίζεται διάδικο,

στόν αντίπαλο τοϋ οποίου έδωσε συμβουλή γιά τήν

ίδια υπόθεση.

ζ)    Να υπερασπίζεται αμέσως ή εμμέσως καί τούς

δύο διαδίκους.

Αρθρο 12

Ό Δικηγόρος έχει τήν υποχρέωση σέ κάθε έγγραφο πού εκδίδει ή σέ κάθε παραγγελία γιά τήν επίδοση έγγραφου νά θέτει δίπλα ή κάτω από την υπογραφή του καί τή σφραγίδα του μέ ακριβή καί ευανάγνωστη διεύθυνση του γραφείου του καί τόν αριθμό του τηλεφώνου του.

 

Δ. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ  ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ

Άρθρο 13

Ό Δικηγόρος έχει υποχρέωση στην αρχή κάθε χρόνου νά υποβάλλει στό Δικηγορικό Σύλλογο τη δήλωση πού προβλέπεται από το άρθρο 28 του Κώδικα Δικηγόρων και κάθε άλλη δήλωση ή στοιχείο πού αποφασίζει το Διοικητικό Συμβούλιο, καθώς και να εφοδιάζεται με νέα ταυτότητα.

Άρθρο 14

“Έχει επίσης υποχρέωση νά διατηρεί γραφείο σι ην έδρα τοΰ Συλλόγου, είτε μόνος, είτε μαζί μέ άλλους συναδέλφους. Σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας ή γραφείου ή αριθμού τηλεφώνου, οφείλει να δηλώνει εγγράφως στό Σύλλογο αμέσως τήν μεταβολή αυτή

Άρθρο 15

Ό Δικηγόρος από τήν ήμερα τής έγγραφης του στό Μητρώο τοϋ Συλλόγου έχει τήν υποχρέωση ν’ α­κολουθεί καί νά εκτελεί τίς αποφάσεις τοΰ Διοικητικού Συμβουλίου καί τών Γενικών Συνελεύσεων τοϋ Συλ­λόγου, νά συμπεριφέρεται μέ κοσμιότητα στίς Γενικές Συνελεύσεις καί στίς συγκεντρώσεις τών μελών τοΰ Συλλόγου καί μέ ευγένεια πρός τούς συναδέλφους του, πρός τούς όποιους οφείλει νά εκδηλώνει τήν αλ­ληλεγγύη του.

Άρθρο 16

Ό Δικηγόρος έχει τήν υποχρέωση όταν καλείται άπό τό Διοικητικό Συμβούλιο, νά μετέχει στίς Επιτρο­πές τοϋ Συλλόγου, πού μελετούν θέματα σχετικά μέ τά ατομικά Δικαιώματα καί τίς ελευθερίες τών πολι­τών, τήν Νομοθεσία, τήν Νομολογία καί τά επαγγελματικά προβλήματα καί να παρέχει μέ κάθε τρόπο τή συνδρομή του.

 

Άρθρο 17

“Εχει επίσης τήν υποχρέωση ν’ ανταποκρίνεται σέ κάθε πρόκληση τοϋ Διοικητικού Συμβουλίου καί τών άλλων Οργάνων του Συλλόγου, να προσέρχεται μέσα στις οριζόμενες προθεσμίες και όταν δέν ορίζεται προθεσμία μέσα σ’ εύλογο χρόνο και να παρέχει εγγράφως ή προφορικώς εξηγήσεις, ή να υποβάλλει τά ζητούμενα στοιχεία, ή νά δίδει μαρτυρικές καταθέσεις ή απολογίες ή νά προσφέρει τις ζητούμενες υπηρεσίες.

Άρθρο 18

Ό Δικηγόρος οφείλει νά ενδιαφέρεται γιά τήν βελτίωση τών συνθηκών ασκήσεως τοΰ Λειτουργήμα­τος καί τής θέσεως τών συνταξιούχων συναδέλφων καί τών οικογενειών τους.

Νά μετέχει στις Γενικές Συνελεύσεις, στίς Συγκεντρώσεις καί τίς κινητοποιήσεις του Συλλόγου ή καί ολοκλήρου τοϋ Δικηγορικού Σώματος, γιά τήν επίτευξη τών σκοπών αυτών.

Άρθρο 19

Ό Δικηγόρος πού διορίζεται άπό τό αρμόδιο Δι­καστήριο προσωρινός ή οριστικός σύνδικος πτωχεύ­σεως πραγματογνώμονας κηδεμόνας σχολάζουσας κληρονομιάς ή εκκαθαριστής Εταιρείας ή Συνεταιρι­σμού, οφείλει νά γνωστοποιεί στό Σύλλογο τό διορι­σμό του, καθώς καί τήν περάτωση τών καθηκόντων του αυτών.

Άρθρο 20

Ό Δικηγόρος πού καταρτίζει μέ τόν εντολέα του συμφωνητικό αμοιβής γιά υποθέσεις πού υπάγονται στον «ίδιο λογαριασμό» τής παρ. 7 τοϋ άρθρου 25 τοΰ Ν. 723/77, οφείλει νά καταθέτει αντίγραφο αύτοΰ στό Δικηγορικό Σύλλογο.

 

 

Γ’ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΥΣ

Αρθρο 21

 Ό Δικηγόρος οφείλει νά συμπεριφέρεται μ’ ευγέ­νεια, συναδελφικότητα καί αλληλεγγύη πρός τούς συναδέλφους του.

Άρθρο 22

 

Δικηγόρος στόν όποϊο ανατίθεται υπόθεση γιά τήν όποια ό εντολέας είχε  προηγουμένως απασχολήσει άλλο Δικηγόρο οφείλει:

α)    Νά καταβάλει προσπάθεια νά πείσει τόν εντολέα νά μήν ανακαλέσει τήν εντολή άπό τόν προηγού­μενο Δικηγόρο, άν διαπιστώσει ότι δέν υπάρχει λό­γος γι’ ανάκληση τής εντολής. 0)    “Αν δέν τό επιτύχει, νά πεισθεί πριν αναλάβει τήν υπόθεση, ότι ό προηγούμενος συνάδελφος του, έχει λάβει τήν αμοιβή καί τά έξοδα του άπό τόν εντολέα του.

γ)   Σέ περίπτωση πού ό προηγούμενος Δικηγόρος δέν έχει πληρωθεί, ν’ αρνηθεί τήν ανάληψη τής υποθέ­σεως, χωρίς τήν συγκατάθεση του.

Αρθρο 23

Ό Δικηγόρος οφείλει νά μή δικάζει ερήμην αντί­δικο συνάδελφο του, έκτος άν έχει βεβαιωθεί ότι σκό­πιμα δέν ήρθε στή Δίκη.

Αρθρο 24

Αν ό αντίδικος συνάδελφος είναι ασθενής κατά τήν ήμερα τής ουζηιήσεως της υποθέσεως ή άν άπό λόγους ανωτέρας βίας δέν μπορεί νά παραστεί στό Δικαστήριο, ό Δικηγόρος οφείλει ν’ αναβάλει τή συζήτηση τής υποθέσεως ή νά συγκατατεθεί στήν αναβο­λή της.

“Αν ό αντίδικος συνάδελφος ζητεί αναβολή τής συζητήσεως γιά εύλογη αίτια ή γιατί δέν μπόρεσε νά προετοιμαστεί άπό έλλειψη χρόνου ή στοιχείων γιά τή συζήτηση τής υποθέσεως, ό Δικηγόρος υποχρεούται νά συναινέσει στην αναβολή έφ’ όσον:

α) δέν πρόκειται νά ζημιωθεί ό εντολέας του άπό τήν αναβολή αυτή ή ό αντίδικος του δέν είχε επι­διώξει συστηματικά άλλη προηγούμενη αναβολή καί

β) θά προκαταβληθεί ή δαπάνη τής αναβολής, στό Γραμματέα τοϋ Δικαστηρίου. Σέ κάθε περίπτωση αναβολής τής υποθέσεως, ό Δικηγόρος πού ζήτησε τήν αναβολή οφείλει νά καταβάλει τή σχετική δαπάνη καί νά φροντίσει γιά τήν έπανεγρα-φη τής υποθέσεως στό πινάκιο, έυιω καί άν τοϋτο δέν συμφωνήθηκε ρητά.

Αρθο 25

Δικηγόρος πού έχει κληθεί ή πρόκειται οπωσδή­ποτε νά παραστεί σέ αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη, οφείλει νά ειδοποιήσει έγκαιρα καί τόν αντίδικο του.

Αρθρο 26

Στίς πολιτικές δίκες ό Δικηγόρος οφείλει ν’ ανα­κοινώσει έγκαιρα στόν αντίδικο   συνάδελφο του τις προτάσεις του, καθώς καί όλα τά έγγραφα πού πρό­κειται νά χρησιμοποιήσει κατά τή συζήτηση τής υπο­θέσεως καί ν’ αποφύγει τήν προσαγίυγή εγγράφων χωρίς νά τό γνωρίζει ό αντίδικος συνάδελφος του.— Δικηγόρος πού κατά τήν έκδοοη τής αποφάσεως πήρε τά σχετικά του άπό τό Δικαστήριο, πριν ό αντί­δικος συνάδελφος του νά λάβει αντίγραφα ι ους άπό τόν αρμόδιο Γραμματέα, υποχρεούται νά έκδόαει καί νά χορηγήσει αντίγραφα τών έγγραφων αυτών πρός τόν συνάδελφο του ό όποιος θά καταΟάλλει τή σχετι­κή δαπάνη.

Ό Δικηγόρος δέν έχει υποχρέωση ν’ ανακοινώσει στόν αντίδικο συνάδελφο του έγγραφα πού τοΰ παρέ­δωσε ό πελάτης του, άλλά δέν πρόκειται νά τά χρησι­μοποιήσει στή δίκη.

Δικηγόρος ό οποίος προσάγει στό Δικαστήριο απόσπασμα ενός έγγραφου, οφείλει νά χορηγήσει στόν αντίδικο συνάδελφο του αντίγραφο ολοκλήρου τοϋ έγ­γραφου.

Δικηγόρος ό όποιος κατά τή συζήτηση τής υποθέ­σεως κατέθεσε μαζί μέ τίς προτάσεις του έγγραφα, δέν έχει τό δικαίωμα ν’ αποσύρει έστω καί ένα άπ’ αυτά, ή νά παραιτηθεί άπό τήν επίκληση τους.

Αρθρο 27

Στίς ποινικές υποθέσεις δέν είναι υποχρεωτική ή προηγούμενη ανακοίνωση τών έγγραφων άπό τό συ­νήγορο τοΰ κατηγορουμένου στό συνήγορο τής πολιτι­κής άγωγης, έκτος άν συμφώνησαν ν’ ανταλλάζουν μεταΕύ τους όλα τά έγγραφα πού πρόκειται νά επικα­λεσθούν.

Αρθρο 28

Δέν επιτρέπεται στό Δικηγόρο νά χρησιμοποιήσει υβριστικές ή χλευαστικές ή υποτιμητικές εκφράσεις γιά τόν αντίδικο συνάδελφο του ή νά επιδεικνύει υπε­ροψία απέναντι του.

Επίσης δέν επιτρέπεται νά εκφράζεται δυσμενώς γιά συνάδελφο ή συναδέλφους του πού χειρίστηκαν πριν άπ’ αυτόν οποιαδήποτε υπόθεση, ή γιά συνάδελφο μέ τόν όποιο συνεργάζεται, είτε μέ σκοπό νά τόν εκτο­πίσει γιά νά συνεχίσει μόνος του τήν υπεράσπιση τής υποθέσεως είτε απλώς γιά νά τόν υποτιμήσει. Επίσης απαγορεύεται νά εκφράζεται δυσμενώς γιά συνάδελφο ή συναδέλφους πού υπερασπίζονται ώρισμένον ή (ορι­σμένους διαδίκους, ώρισμένες ή όλες τίς υποθέσεις τους ανεξάρτητα άν έχει σκοπό νά τούς εκτοπίσει γιά ν’ αναλάβει αυτός τίς υποθέσεις ή απλώς ασκεί σκόπιμα ή έστω άπό αμέλεια κριτική, γιά τήν όποια δέν έχει καμιά αρμοδιότητα.

 

Δ’ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

Άρθρο 29

Οί Δικηγόροι έχουν υποχρέωση ν’ απονέμουν τόν προσήκοντα σεβασμό πρός τούς λειτουργούς τήςΔι-καιοσυνης. Τήν Ίδια υποχρέωση έχουν απέναντι των Δικηγόρων καί οί λειτουργοί τής Δικαιοσύνης. Κάθε παράβαση τής αρχής αυτής άπό οποιοδήποτε μέρος, ελέγχεται άπό τόν Δικηγορικό Σύλλογο, ό οποίος αν μέν ή παράβαση έγινε άπό δικηγόρο επιβάλλει σ’ αυτόν πειθαρχικές κυρώσεις, άν δέν έγινε άπό Δικαστή, Ει­σαγγελέα ή Δικαστικό υπάλληλο, ζητεί άπό τούς προϊ­σταμένους τους τήν επιβολή κυρώσεων. Σέ περίπτω­ση πού οϊ προϊστάμενοι αρνούνται ή παραλείπουν τήν επιβολή κυρώσεων, ό Δικηγορικός Σύλλογος άσκεϊ δημόσια κριτική καί γιά τό παράπτωμα καί γιά τήν μή επιβολή κυρώσεων.

Άρθρο 30

 Οί Δικηγόροι σέ όλα τά είδη τών δικών ασκούν τό Λειτούργημα τους μέ απόλυτη ελευθερία γνώμης, άλλά μέσα στά πλαίσια τών σχετικών Δικονομικών κανόνων.

Ζητούν τό λόγο άπό τόν Πρόεδρο τοϋ Δικαστηρίου καί σέ περίπτωση αδικαιολόγητης αρνήσεως τοΰ Προέδρου, άπό τό Δικαστήριο. Δέν έχουν τό δικαίωμα· νά υποβάλουν ερωτήσεις καί αιτήσεις ή ν’ αγορεύουν αν δεν τούς δοθεί ό λόγος, ούτε νά διακόπτουν τον Πρόεδρο ή τούς Δικαστές και τον Εισαγγελέα ή τόν αντίδικο τους.

Άρθρο 31

Τόσο κατά τήν προφορική διαδικασία, όσο καί στις έγγραφες προτάσεις τους, υπομνήματα κ.λ.π. οί Δικηγόροι οφείλουν ν’ απευθύνονται στό Δικαστήριο – με προσήκοντα σεβασμό, ιόν όποιον δικαιούνται και εκ μέρους τών μελών του Δικαστηρίου.

“Οφείλουν νά υπερασπίζονται μέ σθένος τίς απόψεις τους, ν’ αντικρούουν τις τυχόν δυσμενείς απόψεις τοΰ Εισαγγελέα ή του Εισηγητή Δικαστή και ν’ αγωνίζονται γιά την απόδειξη τής αθωότητας του εν­τολέα τους ή τήν ορθότητα τών απόψεων του διαδίκου πού υποστηρίζουν καί γενικά ν’ αγωνίζονται μέ ό­λα τά νόμιμα μέσα γιά τήν απόδειξη τής “Αλήθειας καί τήν ορθή ερμηνεία καί εφαρμογή του Νόμου.

Άρθρο 32

Οί Δικηγόροι συμπεριφέρονται στους Δικαστές, Εισαγγελείς, Δικαστικούς Υπαλλήλους καί εκπροσώπους Δημοσίων ‘Αρχών μέ απόλυτη αξιοπρέπεια. Απαγορεύονται αυστηρά κάθε αναξιοπρεπής συμπεριφορά, κολακευτικές εκφράσεις γιά τήν απόσπαση συμπαθείας ή ευνοϊκής αποφάσεως ή ενεργείας, καθώς καί οποιαδήποτε προσφορά ή υπόσχεση γιά τόν επηρεασμό τής γνώμης τους ή παράβαση τών καθηκόντων τους.

 

Άρθρο 33

Δέν επιτρέπεται στους Δικηγόρους νά προβάλλουν ενώπιον των Δικαστηρίων ανακριβείς ισχυρισμούς για να πετύχουν αναβολή τής δίκης ή για οποιοδήποτε άλλο σκοπό.-

 

Αρθρο 34

α) Δέν επιτρέπεται ατούς Δικηγόρους νά εξετά­ζονται μάρτυρες στά Δικαστήρια γιά υποθέσεις κα’ γιά περιστατικά πού περιήλθαν σέ γνώση τους άπό τήν ά­σκηση τοϋ λειτουργήματος, είτε ενώπιον Δικαστηρίων είτε σέ εξώδικες εργασίες, διαπραγματεύσεις, προσπά­θειες γιά συμβιβαστική επίλυση διαφορών κ.λ.π. Σέ καμμιά περίπτωση δέν επιτρέπεται νά εξεταστούν μάρ­τυρες κατά τοϋ εντολέα τους ή τοϋ πρώην εντολέα τους, ή τών κληρονόμων τους, έστω καί άν έχει ανακληθεί ή εντολή τους.

β) Κατ’ εξαίρεση είναι δυνατόν Δικηγόρος νά ε­ξεταστεί σάν μάρτυρας γιά υπόθεση στήν όποια έχει αναμιχθεί, ή γνωρίζει, άπό αφορμή τήν άσκηση τοΰ λειτουργήματος του, άν υπάρχει σπουδαίος λόγος, έφ’ όσον τοϋ χορηγηθεί άδεια σχετική άπό τόν Πρόεδρο τοΰ Δικηγορικού Συλλόγου.

     γ) Καί άν πάρει τήν άδεια όμως τοϋ Προέδρου απαγορεύεται νά καταθέσει περιστατικά πού τοΰ έχει εμπιστευτεί ό εντολέας του καί νά παραβιάσει με οποιοδήποτε τρόπο τό επαγγελματικό απόρρητο.

δ) Δεν επιτρέπεται στό Δικηγόρο και όταν πάρει από τον Πρόεδρο τοϋ Δικηγορικού Συλλόγου άδεια νά εξεταστεί μάρτυρας, νά έχει στην ίδια δίκη δύο ιδιότητες, μάρτυρα καί συνηγόρου.

ε) Αν ό Δικηγόρος κληθεί από το Δικαστήριο ή Ανακριτική Αρχή νά εξεταστεί μάρτυρας καί για νά καταθέσει περιστατικά πού περιήλθαν σέ γνώση του κατά τήν άσκηση του Δικηγορικού Λειτουργήματος, έχει τό δικαίωμα ν’ αρνηθεί τή μαρτυρία άν προσκρού­ει στό επαγγελματικό του απόρρητο. “Αν ή κατάθεση δέν προσκρούει στό απόρρητο έχει τό δικαίωμα νά κρί­νει κατά συνείδηση αν και σε ποιό μέτρο πρέπει νά εξεταστεί γιά τό περιστατικό αυτά, υπό τήν προϋπόθεση πάντοτε ότι ή αποκάλυψη τους δέν θά βλάψει τόν πελάτη του καί ότι θά πάρει τή σχετική άδεια άπό τόν Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου.

Τά περιστατικά πού περιήλθαν στη γνώση του ά­πό άλλη αίτια καί όχι κατά τήν άσκηση τού λειτουργήματος του δέν δικαιούται ν’ αρνηθεί τή μαρτυρία του, οϋτε χρειάζεται τήν άδεια του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου.

ζ) Στίς περιπτώσεις πού δεσμεύεται άπό τό επαγγελματικό απόρρητο, οφείλει νά δηλώσει τούτο στό Δικαστήριο ή τήν «Ανακριτική Αρχή», πού τον εκκάλεσε, χωρίς νά έχει τήν υποχρέωση νά στηρίξει μέ ειδική αιτιολογία τήν άρνηση του νά καταθέσει. Δέν επιτρέπεται όμως νά δηλώσει ψευδώς.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

Άρθρο 35

Ο Δικηγόρος πρέπει νά επιδεικνύει άψογη συμπε­ριφορά απέναντι τών συνεργατών του. Νά μήν υποτιμά την εργασία τους καί νά μή σχολιάζει δυσμενώς την ικανότητα ή την συνεισφορά προς τόν πελάτη ή πρός οποιοδήποτε τρίτο. Οφείλει να τηρεί τις συμφωνίες γιά τήν αμοιβή τών συνεργατών του καί νά παρέχει κάθε βοήθεια πρός αυτούς γιά τήν εξασφάλιση καί τήν καταβολή τής αμοιβής τους από τόν πελάτη.

Άρθρο 36

Στην περίπτωση πού ό Δικηγόρος απασχολεί συνάδελφο του, εϊτε τακτικά είτε έκτακτα είτε για τήν διεκπεραίωση όλων τών υποθέσεων του γραφείου του, εϊτε για την διεκπεραίωση ορισμένων υποθέσεων, οφείλει:

α) νά συμπεριφέρεται πρός αυτόν συναδελφικά, μέ Ισοτιμία καί όχι οάν προϊστάμενος προς υφιστάμενο.

      β)    νά συνεργάζεται μαζί του μέ συναδελφικότητα, ευγένεια καί κατανόηση, νά μή θίγει τή φιλοτιμία του καί τήν δικηγορική καί ατομική του αξιοπρέπεια καί νά μήν τόν απασχολεί, σέ μή δικηγορικά καθήκοντα.

γ) Νά καταβάλλει έγκαιρα τήν συμφωνημένη αμοιβή.

δ) Νά προβάλλει τήν εργασία τοϋ συναδέλφου του καί πρός τόν πελάτη καί πρός τά Δικαστήρια καί πρός τούς τρίτους (μέ συνυπογραφή τών δικογράφων, μέ συμπαραστάσεις στά δικαστήρια κ.λ.π.) καί νά εξαίρει τήν επιστημονική εργασία τοΰ συνεργάτη του.

 

ΣΧΕΣΕΙΣ  ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ – ΑΣΚΟΥΜΕΝΟΥ

Άρθρο 37

Ό Δικηγόρος πού δέχεται Ασκούμενο στό γραφείο του οφείλει:

α) Νά δηλώσει τούτο εγγράφως πρός τόν οικείο Δικηγορικό Σύλλογο.

6) Νά καθοδηγεί τόν Ασκούμενο στήν άσκηση τής Δικηγορίας.

γ) Νά τοϋ άνατεθέτει τή μελέτη καί τό χειρισμό όπλων στήν άρχή καί αργότερα σοβαρότερων υποθέ­σεων, νά τοΰ παρέχει οδηγίες γιρ τό χειρισμό τους, νά συζητεί μαζί του τά επιστημονικά καί πρακτικά θέ­ματα καί γενικό νά τοΰ παρέχει κάθε βοήθεια καί συμ­παράσταση.

δ) Νά τόν εφοδιάζει μέ εξουσιοδοτήσεις όπου χρειάζονται γιά τήν αυτοτελή παράσταση του Ασκουμένου καί νά συμπαρίσταται μέ αυτόν στά Δικαστήρια, σέ υποθέσεις του “Ασκουμένου.

      ε) Νά τοΰ χορηγεί κάθε βεβαίωση πού χρειά­ζεται γιά τήν άσκηση του ή γιά τήν συμμετοχή του σ’ εξετάσεις κ.λπ.

     στ) Νά συμπεριφέρεται πρός τόν Ασκούμενο, μέ ευγένεια καί κατανόηση καί νά μή θίγει καθ’ οιοδή­ποτε τρόπο τήν προσωπικότητα τού σάν επιστήμονα.

       ζ) Νά τόν απασχολεί σέ δικηγορικά καθήκοντα και όχι σέ υπηρεσίες άσχετες μέ τήν άσκηση καί γενικά με την δικηγορία.

       η) Να καταβάλλει τήν προσήκουσα αμοιβή για τίς υπηρεσίες του Ασκουμένου.

 

Ε. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ  ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΝΤΟΛΕΑ

Αρθρο 38 

Ό Δικηγόρος όταν αναλάβει τήν υπεράσπιση μιάς υποθέσεως, οφείλει:

1. Νά άντιπροσιυπεύει τόν εντολέα του, ενώπιον όλων τών Δικαστηρίων στά όποια είναι διορισμένος καί όλων τών Άρχων καί νά ενεργεί τίς αναγκαίες πράξεις.

      2. Νά μην παραμελεί τήν εκτέλεση τής εντολής πού του δόθηκε και να μη καθυστερεί τή δίκη για οποιοδήποτε λόγο, άλλα νά εκτελεί την εντολή μέ ευσυνειδησία, επιμέλεια καί πλήρη αφοσίωση πρός τόν εντολέα του.

      3. Νά τηρεί αυστηρά τήν επαγγελματική εχεμύθεια.

    α) Γιά όσα τόν εμπιστεύτηκε ό εντολέας του προφορικώς ή εγγράφως, έστω καί άν μέ τήν αποκά­λυψη τους δέν πρόκειται νά προέλθει ζημία στόν εντο­λέα του, ή τά στοιχεία πού του εμπιστεύτηκε ό πελά­της του ήρθαν στη δημοσιότητα άπό άλλη πηγή, ή έ­στω καί άν ό εντολέας του τον έχει απαλλάξει από την υποχρέωση τής τηρήσεως τοϋ επαγγελματικού μυστικού.

β) Γιά όσα έμαθε άπό τή μελέτη τών έγγραφων πού τοϋ εμπιστεύτηκε ό εντολέας του. Τά έγγραφα αύτά δέν επιτρέπεται νά τά δώσει σιή δημοσιότητα, ούτε νά δώσει αντίγραφο στους αντιδίκους ή τρίτους, ούτε ν’ ανακοινώσει σ’ αυτούς τό περιεχόμενο τους.

  γ) Γιά όοα πληροφορήθηκε άπό τήν εξέταση μαρτύρων του εντολέα του.

δ) Γιά όσα πληροφορήθηκε άπό άλλους Δικηγό­ρους σχετικά μέ τήν υπόθεση τοϋ εντολέα του.

 ε) Τήν εχεμύθεια πρέπει νά τήν τηρεί, όχι μόνο κατά τήν διάρκεια, άλλά καί μετά τήν περαίωση τής υ­ποθέσεως ή τήν ανάκληση τής εντολής άπό τόν πελά­τη του, όπως επίσης καί μετά τόν θάνατο τοϋ πελάτη του καί νά τήν επιβάλλει καί στους συνεργάτες καί υπαλλήλους του (δακτυλογράφους κ.λ.π.).

στ) “Οταν ό Δικηγόρος αναλαμβάνει υπόθεση εναντίον παλαιού πελάτη του, πού τόν υπερασπίζεται άλλος Δικηγόρος, υποχρεούται νά μήν αποκαλύψει στόν εντολέα του επαγγελματικά απόρρητα πού τοϋ είχε εμπιστευθεί ό παλαιός πελάτης του καί νά μήν τά χρησιμοποιήσει εναντίον του μέ κανένα τρόπο στή δίκη.

4. Ό Δικηγόρος στόν όποιο ανατίθεται υπόθεση εναντίον συναδέλφου του, οφείλει νά τόν ειδοποιεί γιά εξώδικη επίλυση τής αναφοράς πριν νά κάνει οποι­αδήποτε δικαστική ένέργεισ. Στήν περίπτωση υποβο­λής μηνύσεως δικηγόρου κατά δικηγόρου, απαιτείται προηγουμέ,νως άδεια τοΰ Προέδρου τοϋ οικείου Δικη­γορικού Συλλόγου.

 

 Αρθρο 39

α) Ό Δικηγόρος οφείλει νά προσπαθεί νά συμβι­βάζει τίς υποθέσεις καί σέ κάθε περίπτωση νά τίς απο­περατώνει τό συντομώτερο, μειώνοντας στό ελάχιστο τίς σχετικές παραστάσεις καί τίς αντίστοιχες δαπάνες τοϋ εντολέα του.

β) Δικαιούται να υπερασπίζεται τήν υπόθεση κατά τήν κρίση του χωρίς όμως νά υπερβαίνει τά όρια τής εντολής πού τοϋ έχει δοθεί.

γ) Οφείλει να ενημερώνει ταχτικά τόν εντολέα του γιά τήν πορεία τής υποθέσεως καί γιά τόν τρόπο τής υπερασπίσεως. “Αν ό εντολέας του διαφωνεί, έχει τό δικαίωμα νά παραιτηθεί άπό την υπεράσπιση τής υποθέσεως, άλλ’ εγκαίρως, ώστε νά ανατεθεί ή συνέ­χιση της σέ άλλο Δικηγόρο.

δ) Ή συμφωνία γιά τήν αμοιβή καί τίς δαπάνες πρέπει νά είναι σαφής γιά τήν αποφυγή αμφισβητήσεων.

Ή αμοιβή μπορεί νά συμφωνηθεί κατ’ αποκοπή ή σέ ποσοστό τοϋ αντικειμένου τής δίκης, ή κατά παράσταση. Δέν πρέπει όμως ποτέ νά είναι υπερβολική, ούτε μικρότερη άπό τά κατώτατα όρια πού προβλέπει ό Κώδικας Δικηγόρων. Σε περίπτωση εργολαβίας δίκης, άν ή δίκη χαθεί δέν δικαιούται νά λάβει αμοιβή. Για τα έξοδα είναι δυνατό νά συμφωνηθεί ότι θά βαρύνουν τον Δικηγόρο, ή τον διάδικο ή και τούς δύο.

       ε)   Ό Δικηγόρος έχει τό δικαίωμα νά ζητεί προκαταβολή των εξόδων καί τής αμοιβής του ή μέρους τών εξόδων καί τής αμοιβής του.

“Αν ό πελάτης αρνηθεί τήν προκαταβολή πού συμφω­νήθηκε μπορεί νά παραιτηθεί άπό τήν υπεράσπιση τής υποθέσεως, ύπό τήν προϋπόθεση ότι θά τό κάνει έγκαιρα καί θά επιστρέψει στόν εντολέα του όλα τά έγγρα­φα γιά ν’ ανατεθεί εμπρόθεσμα ή υπόθεση σέ άλλο Δικηγόρο.

στ) Όταν ό Δικηγόρος παραιτηθεί δικαιολογημένα άπό τήν υπεράσπιση τής υποθέσεως, έχει τό δικαίωμα νά ζητήσει άπό τόν εντολέα του νά του καταβάλει τήν αμοιβή καί τά έξοδα γιά τίς μέχρι τήν ήμερα ής παραιτήσεως του ενέργειες του. “Αν ό εντολέας δεν καταβάλει τά ποσά αυτά, όπως επίσης κα’ όταν περατωθεί ή υπόθεση καί ό εντολέας δέν καταβάλλει
τήν συμφωνηθείσα αμοιβή καί τά έξοδα, ό Δικηγόρος έχει τό δικαίωμα τής επισχέσεως τών έγγραφων πού έχει στά χέρια του, ώσπου νά καταβληθεί ή αμοιβή του καί οί σχετικές δαπάνες.            

ζ) Απαγορεύεται στόν Δικηγόρο πού θά παραιτηθεί άπό τήν υπεράσπιση μιάς υποθέσεως ν’ αναλάβει τήν υπεράσπιση του αντιδίκου του αρχικού εντολέα του. Δικαιούται όμως ν’ αναλάβει τήν υπεράσπιση άλ­λης υποθέσεως πού τοϋ αναθέτει ό αντίδικος τοΰ πρώ­ην εντολέα του, έφ’ όσον δέν έχει καμιά σχέση ή συ-συνάφεια μέ τήν προηγούμενη υπόθεση.

Π) Απαγορεύεται στό Δικηγόρο νά έλθει σέ συμφωνίες μέ τρίτους πρός βλάβη τών συμφερόντων τοϋ εντολέα του καί νά ενεργήσει πράξεις πού ωφε­λούν τόν αντίδικο καί βλάπτουν τόν εντολέα του, ή νά δώσει επιβλαβείς συμβουλές στόν εντολέα του, ή νά παρέχει τήν συνδρομή του κατά τήν διάρκεια τής δίκης καί στους δύο διαδίκους αμέσως ή εμμέσως.

θ) Ό Δικηγόρος πού ανέλαβε την υπεράσπιση μιας υποθέσεως δέν υποχρεούται νά δώσει στον εντολέα του απόδειξη παραλαβής τών έγγραφων πού τοϋ εμπιστεύθηκε. Υποχρεούται όμως νά τά φυλάει καί έχει γι’ αυτά τήν ευθύνη τοϋ θεματοφύλακα έπί πέντε χρόνια μετά τήν περάτωση τής υποθέσεως.

ι) “Οφείλει όμως ν’ αποδίδει αμέσως τά χρήματα πού εισπράττει για τον εντολέα του, καθώς καί λογαριασμό για τη διαχείριση χρημάτων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων πού του έχει ανατεθεί.

 

ΣΤ ΣΧΕΣΕΙΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΚΑΙ ΑΝΤΙΔΙΚΟΥ

Άρθρο 40

α) Ό Δικηγόρος υποχρεούται ν’ αποφύγει κάθε επικοινωνία μέ τον αντίδικο και κάθε συζήτηση σχετική μέ τήν υπόθεση, χωρίς νά είναι παρών καί ό Δικηγόρος του αντιδίκου. Επίσης απαγορεύεται μέ δική του πρωτοβουλία ή ύστερα άπό πρόσκληση τοϋ αντιδίκου νά τόν επισκέπτεται στό σπίτι του ή στό γραφείο του ή οπουδήποτε άλλου καί νά επιδιώκει τή τακτοποίηση τής υποθέσεως χωρίς τήν έγκριση του πελάτη του.

 β) Απαγορεύεται στό Δικηγόρο στόν όποιο άνατέθη ή υπεράσπιση μιάς υποθέσεως ν’ απευθύνει τηλεφωνήματα ή επιστολές εκβιαστικού ή απειλητικού περιεχομένου στόν αντίδικο του. Επιτρέπεται μόνον ν’ ανακοινώνει στόν αντίδικο απλώς ότι του άνατέθη ή άσκηση τών νομίμων ενεργειών καί νά τόν καλέσει νά τακτοποιήσει, άν θέλει, εξωδίκως την υπόθεση.

γ) Δικηγόρος πού παρέχει, μέ πάγια αντιμισθία, τίς νομικές του υπηρεσίες σέ Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου, απαγορεύεται ν’ αναλαμβάνει αμέσως ή εμμέσως υποθέσεις τρίτων κατά των μελών του ή υποθέσεις των μελών του κατά τοΰ νομικού προσώπου.

δ) “Απαγορεύεται στο Δικηγόρο νά ζητήσει ή να δεχθεί οποιαδήποτε αμοιβή έκ μέρους του αντιδίκου του εντολέα του, ή ν’ αναλάβει υπόθεση του, πριν να τελειώσει οριστικά ή δίκη την οποία διεξάγει εναντίον του.

ε) Ό Δικηγόρος οφείλει νά σέβεται τόν αντίδικο του καί νά συμπεριφέρεται πρός αυτόν μέ ευγένεια Ν αποφεύγει προσβλητικές φράσεις καί γενικά οξύτητα εκφράσεων καθώς καί κάθε υποτιμητική γιά τόν αντίδικο ενέργεια ή διατύπωση πού δέν είναι αναγκαία για τήν υπεράσπιση τών δικαιωμάτων τοϋ εντολέα του.

στ) Ό Δικηγόρος οφείλει νά μήν ενεργεί μέ δόλιο τρόπο για να προκαλέσει απώλεια δικαιωμάτων του αντιδίκου του. Ν’ αντιδικεί μέ τιμιότητα και ευθύτητα, χωρίς νά παραλείπει νά πράξει κάθε τί πού επιβάλλεται γιά τήν ορθή υπεράσπιση των δικαιωμάτων του εντολέα του.

       ζ) Ό Δικηγόρος δέν δικαιούται νά προκαλεί υπερβολικές δαπάνες σέ βάρος τοΰ αντιδίκου του εϊτε μέ αλλεπάλληλες αγωγές, όταν άντί γιά πολλές είναι δυνατή ή έγερση μιάς αγωγής είτε μέ άλλες άσκοπες ενέργειες εϊτε μέ υπερβολικές επιταγές ή διόγκωση τών δικαστικών δαπανών.

η) Ό Δικηγόρος οφείλει νά μήν υπερβαίνει τά όρια πού επιβάλλει ό ανθρωπισμός όταν επιχειρεί διά­φορες ενέργειες κατά τοϋ αντιδίκου του εντολέα του καί μάλιστα κατά τήν εκτέλεση αποφάσεων. Απαγορεύεται νά επιδείξει σκληρότητα ή βαναυσότητα ή νά επιτρέψει ατούς Δικαστικούς Επιμελητές ή άλλα όρ­γανα νά ενεργούν μέ σκληρότητα ή βαναυσότητα κα­τά του αντιδίκου τοϋ εντολέα του. Απαγορεύεται επί­σης νά παρίσταται κατά τήν εκτέλεση δικαστικών α­ποφάσεων. “Αν είναι απαραίτητη ή παράσταση του, απαιτείται προηγουμένως άδεια του Προέδρου τοΰ Δικηγορικού Συλλόγου.

 

Ζ. ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ

Α ρ θ ρ ο 41

       α)    Ό Δικηγόρος επειδή άσκεϊ υψηλό λειτούργημα πρέπει όχι μόνο κατά τήν άσκηση αυτού, αλλά και αίσιον ιδιωτικό του βίο να έχει αξιοπρεπή συμπεριφορά, ώστε νά μήν προκαλούμαι άπό παράνομες ή αναξιοπρεπείς πράξεις ή παραλήψεις του σχόλια καί δυσφήμιση σέ βάρος του Δικηγορικού Σώματος.

β)    Σέ όλες τίς συναλλαγές του πρέπει να είναι ευθύς, συνεπής, σοβαρή και αξιοπρεπής, νά μην κάνει ψευδείς ή ανακριβή, δηλώσεις προς τούς αντισυμβαλλομένους, να      δίδει υποσχέσεις, τίς όποιες δέν θέλει ή δεν μπορεί να εκπληρώσει, νά μήν εκμεταλλεύεται τήν άγνοια  τήν απειρία, τή γνωριμία, την συγγένεια, τήν φιλία ΤΗΝ εμπιστοσύνη τοΰ τρίτου αυτόν ή το Λειτούργημα του, νά μήν λαμβάνει χρήμα­τα γιά ψευδή αίτια, να μην καθυστερεί την απόδοση χρημάτων πού έχει εισπράξει για λογαριασμό του πελάτη του ή τρίτου.

      γ)   Γενικά στου„ τόπους τής κατοικίας του καί Α­τής εργασίας του, σΙΊ·0 σχέσεις προς τούς συνοίκους του, στους Συλλόγους καί διαφόρους οργανώσεις οπου μετέχει σε πολυσύχναστούς χώρους, στα δημόσια μέσα συγκοινωνών, σε συγκεντρώσεις του κοινού οποιεσδήποτε καί ενώπιον των συμπολιτών του, των συνεργατών  ή συμπεριφορά του Δικηγόρου πρέπει νά είναι ευγενική, πολιτισμένη υπόδειγμα για τούς άλλους.

 

Η. ΚΥΡΩΣΕΙΣ

 

Άρθρο 42

Ή παράβαση των υποχρεώσεων πού απορρέουν άπό τόν Κώδικα Δικηγόρων ή άλλους νόμους καί από τόν παρόντα Κώδικα Δεοντολογίας αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα καί τιμωρείται κατά τις διατάζεις των άρθρων 66 έως 79 του Κώδικα Δικηγόρων.

Άρθρο 43

Ό παραπάνω Κώδικας Δεοντολογίας εγκρίθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο τοϋ Δικηγορικού Συλλόγου Ιωαννίνων, στη συνεδρίαση τής 22 – 11 – 1980 και ισχύει άπό 1 – 1 – 1981.